lurching - translation to ρωσικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

lurching - translation to ρωσικά


lurching      

строительное дело

временное перераспределение нагрузки между рельсами железнодорожного пути

lurching      
временное перераспределение нагрузки между рельсами железнодорожного пути
lurch         
WIKIMEDIA DISAMBIGUATION PAGE
Lurch (disambiguation)
lurch I 1. noun 1) крен (судна); - give a lurch 2) шаткая походка 3) amer. склонность, тенденция 2. v. 1) крениться 2) идти шатаясь, пошатываться Syn: see totter II noun to leave smb. in the lurch - покинуть кого-л. в беде, в тяжелом положении

Ορισμός

Lurching
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για lurching
1. Elizabeth Le Bel‘s Humvee lurching into a concrete barrier.
2. But in Andrey‘s view the country is lurching towards crisis.
3. And I can often be seen lurching around open fields catching grasshoppers.
4. It produced yet another mushroom cloud, followed immediately by another stomach–lurching boom.
5. A group of drunken British men was lurching along the corridor outside my room.
Μετάφραση του &#39lurching&#39 σε Ρωσικά